ψευταράς
Смотреть что такое "ψευταράς" в других словарях:
ψευταράς — ο, θηλ. ψευταρού, Ν ψεύταρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψεύτης + μεγεθ. κατάλ. αράς (πρβλ. παιδ αράς)] … Dictionary of Greek
-αράς — μεγεθυντική κατάληξη αρσενικών ονομάτων της Νεοελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη. Αβέβαιης ετυμολογικής προέλευσης. Πιθανώς προήλθε από ονόματα σε άρι (πρβλ. παλληκάρι παλληκαράς, ποδάρι ποδαράς) ή από συμφυρμό των καταλ. άρος και άς ή άρα… … Dictionary of Greek
ψεματάρης — και διαλ. τ. ψοματάρης, α, ικο, Ν ψευταράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψέμα, ατος + κατάλ. άρης (πρβλ. λυσσ άρης)] … Dictionary of Greek
ψεματούρης — ο, διαλ. τ. θηλ. ψεματούρω, Ν (μεγεθ.) ψευταράς, αρχιψεύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψέμα, ατος + κατάλ. ούρης (πρβλ. καψ ούρης)] … Dictionary of Greek
ψευταράκος — ο, Ν άτομο, ιδίως νεαρό, που λέει κάπου κάπου ψέματα ή που λέει μικρά ψέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευταράς + υποκορ. κατάλ. άκος (πρβλ. ψευτ άκος)] … Dictionary of Greek
ψεύτακας — ο, Ν μεγάλος ψεύτης, ψευταράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψεύτης + μεγεθ. κατάλ. ακας (πρβλ. μεθύστ ακας)] … Dictionary of Greek